- πιάνω
- 1) adaptation2) attraper3) capturer4) intercepter
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
πιάνω — πιάνω, έπιασα βλ. πίν. 1 (και ως απρόσ. πιάνει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
πιάνω — έπιασα, πιάστηκα, πιασμένος 1. μτβ., κρατώ κάτι με το χέρι, αγγίζω: Πιάσε από το χέρι το παιδί. – Μην πιάνεις το σκυλί. 2. συλλαμβάνω, παγιδεύω: Πιάσανε το φτωχό να κλέβει. – Πιάστηκε ο λύκος στο δόκανο. 3. σταματώ, συναντώ: Πιάσε τον ίδιο τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιανῶ — πῑανῶ , πιαίνω fatten fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιάνω — πῑά̱νω , πιαίνω fatten aor subj act 1st sg (epic doric aeolic) πῑά̱νω , πιαίνω fatten aor ind mid 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροχοπιάνω — πιάνω, συλλαμβάνω με βρόχο ή βρόχι … Dictionary of Greek
αίνυμαι — αἴνυμαι (Α) (ποιητικό ρηματικό αποθεματικό) 1. βάζω χέρι σε κάτι, πιάνω, παίρνω, αφαιρώ 2. απολαμβάνω, χαίρομαι να τρώγω κάτι, τρέφομαι με κάτι 3. φρ. «πόθος μὲ αἴνυται» μέ καταλαμβάνει πόθος, ποθώ να... 4. στη Μυκηναϊκή η λ. μαρτυρείται έμμεσα… … Dictionary of Greek
λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… … Dictionary of Greek
χανδάνω — Α (επικ. τ.) 1. χωρώ, περιλαμβάνω («ἕξ δ ἄρα μέτρα χάνδανεν [ὁ κρητήρ]», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. α) (για πρόσ.) περιορίζω («Ἥρη δ οὐκ ἔχαδε στῆθος χόλον» η Ήρα δεν μπορούσε να περιορίσει την οργή της στο στήθος, Ομ. Ιλ.) β) είμαι ικανός («κεκραξόμεσθά γ … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
περιαρπάζω — περιάρπαξα, περιαρπάχτηκα, περιαρπαγμένος 1. πιάνω κάτι από παντού, πιάνω κάτι δυνατά. 2. αρπάζω, πιάνω σφιχτά. 3. μαλώνω, βρίζω κάποιον: Τον περιάρπαξε και τον έκανε ρεζίλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)